λαφυροπωλώ

λαφυροπωλώ
λαφυροπωλῶ, -έω (Α) [λαρυφοπώλης]
πουλώ λάφυρα («ἔμειναν ἡμέρας ἑπτὰ λαφυροπωλοῡντες», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”